Οι Κυριακές της Ανδρονίκης Μαραθάκη
Σε συνέχεια των παραστάσεων που έχουν ήδη δοθεί στο «Elaionas Festival» και σε δύο δημόσιους χώρους στην Αθήνα (Μπλόκο Δουργουτίου και Λόφος Φιλοππάπου), έπειτα από τη συμμετοχή της στο «Akropoditi Festival» της Σύρου και τις παρουσιάσεις σε τρία χωριά της Τήνου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Σχολείο, η πιο πρόσφατη χορογραφική δουλειά της ομάδας «Κόκκου Ροιής» και της Ανδρονίκης Μαραθάκη με τίτλο «Κυριακή», θα παρουσιαστεί ξανά στην Αθήνα για 5 μόνο Κυριακές, σε ένα απροσδόκητο σημείο της πόλης, εκεί όπου το δημόσιο τέμνεται με το ιδιωτικό. Η Ανδρονίκη Μαραθάκη μιλάει στο Deluxe για τη νέα της δουλειά.
1. Αυτή την Κυριακή κάνει πρεμιέρα η νέα σας δουλειά. Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση αυτή, τι να περιμένουμε;
Τρεις ερμηνευτές εμφανίζουν την Κυριακή, σε μια παράσταση χορού με τακούνια. Την Κυριακή-Κυριακούλα -Κούλα, μία φιγούρα σταθμευμένη, σχεδόν ακινητοποιημένη στην αποπνικτική οικογενειακή αλληλεγγύη μεσογειακού τύπου.
Ένα χαρακτήρα που επιλέγει ανάλαφρα, και που έρχεται αντιμέτωπος με όσα δεν επέλεξε. Οι άλλοι και οι άλλοι της εαυτοί, συγχέονται αφού οι αποστάσεις συγκλίνουν, προκαλώντας έτσι συγκρούσεις, αλλά και τρυφερές καταστάσεις. Η παράσταση συντίθεται από απρόσμενες καθημερινές κωμικοτραγικές στιγμές όπου το κιτς και η συναισθηματική λεπτότητα διαπλέκονται με κίνδυνο τα όριά τους να γίνουν δυσδιάκριτα.
2. Τι συμβολίζει ο τίτλος Κυριακή για εσάς;
Την ετερόκλητη αλήθεια της μπάλας. Κάτι που φεύγει και έρχεται κάθε επτά, αλλά τελευταία δεν γνωρίζει αν πέθανε, γέρασε, μεγάλωσε ή γεννήθηκε ή αν όλα αυτά τα κάνει ταυτόχρονα. Ενώ είναι δεδομένη ως αργία, οι δυνατότητες κατάληξής της είναι ποικίλες, και αυτό είναι ευτυχώς ελπιδοφόρο. Ακόμη μετεωρίζεται.
3. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στο να επιλέξετε ένα χώρο στάθμευσης για την παράστασή σας;
Συνήθως οι μέχρι τώρα δράσεις που έχω παρουσιάσει, καθώς και τα έργα που έχω μοιραστεί με το κοινό σχολιάζουν τον τρόπο με τον οποίο συστήνεται τα τελευταία χρόνια η θέαση. Δομούνται απαιτώντας να διαμορφωθεί η σκηνή από τον ίδιο τον performer χωρίς να του ανήκει εξαρχής, και δημιουργώντας συναισθητικά και κιναισθητικά ερεθίσματα στο κοινό. Αυτή τη φορά επιλέξαμε με την ομάδα Κόκκου Ροιής μία κλασική σχέση performer–θεατή, καθώς ο χαρακτήρας της Κυριακής μοιάζει να βιώνει έτσι όσα γύρω του εκτυλίσσονται. Οι μεταμορφώσεις του είναι περισσότερο εσωτερικές, στον χώρο του, στο κεφάλι του.
4. Πώς βιώνετε εσείς την έννοια αυτή του συγχρωτισμού στην κοινωνίας μας και πώς σας επηρεάζει αυτό δημιουργικά;
Ως μέλος δυο οικογενειών, της μεσογειακού τύπου οικογένειας και αυτής που χτίζεται από ότι είναι θεάσιμο σήμερα, παρατηρώ τον συγχρωτισμό με περιέργεια. Η απρόσμενη συνάντηση των δύο αυτών καταστάσεων παράγει συχνά κωμικοτραγικά αποτελέσματα. Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω αν κάτι έχει παραμείνει αυτούσιο όπως μου δόθηκε ή αν έχει καταφέρει να μεταμορφωθεί, συχνά χωρίς την συνειδητή πρόθεση κανενός εκ των δρώντων. Οπότε παρατηρώ περισσότερο, αφού ούτος ή άλλως “η ουσία ενός πράγματος μας φανερώνεται στην πορεία της εξέλιξής του, όταν εδραιωθούν οι δυνάμεις του”(G.Deleuze). Το έργο παρουσιάζεται σαν μία αλληγορία σχετικά με την ζωή του «ενός πάνω στον άλλο», της ελληνικής οικογένειας που βρίσκει πάτημα σήμερα να μεγεθύνει τις αντιστάσεις της προς οποιαδήποτε αυτονόμηση των μελών της, και της “οικογένειας” του θεάματος διαφορετικά, αλλά όχι αναγκαστικά λιγότερο αποπνικτικής…
5. Η οικονομική, αλλά και κοινωνική κρίση των τελευταίων ετών έχει επηρεάσει την ελληνική πραγματικότητα. Ως καλλιτέχνης πώς βιώνετε την κρίση αυτή;
Βιώνω την πραγματικότητα της Κρίσης κυρίως με θαυμασμό. Η βοήθεια που δέχομαι από τους οικείους μου είναι ανυπολόγιστη και τρυφερή, παρόλο που κάποιες φορές οι προσωπικές αξίες που έχω θέσει ως ανώτερες τους είναι δυσνόητες, σχεδόν ακατανόητες. Συχνά συγκρίνω τον τρόπο που με κοιτούν με το πώς παρατηρώ και εγώ την κατάσταση σήμερα. Αναρωτιέμαι αν, και σε ποιο βαθμό, πρόκειται για χάσμα όπως λέγαμε παλαιότερα ή για συνωστισμό γενεών…
Οι δημιουργοί σήμερα περισσότερο μοιάζουμε με τον Μαγκάιβερ. Φτιάχνουμε βόμβες από τσίχλες και εφευρίσκουμε πατέντες για να συνεχίζουμε να υπάρχουμε.
Μαριάννα Ανδρεάτου