Γιάννης Στάνκογλου
Πέντε σκηνοθέτες βρήκαν φέτος στο πρόσωπο του τον ιδανικό πρωταγωνιστή. Αυτό και μόνο θα ήταν αρκετό για να μας τραβήξει την προσοχή. Αυτό και μόνο θα ήταν αρκετό για να μας τραβήξει την προσοχή, όμως το ενδιαφέρον που σου προκαλεί ο Γιάννης Στάνκογλου δεν εξαντλείται επί σκηνής (θεατρικής ή κινηματογραφικής), αλλά πάει backstage, έτσι…γιατί θέλεις να εισβάλλεις για λίγο στο σύμπαν του.
Πριν λίγο καιρό είδα την παράσταση «Steady Rain» σε σκηνοθεσία Αντώνη Καφετζόπουλου, όπου υποδυόσουν έναναστυνομικό. Ποια είναι η σχέση σου με την εξουσία;
Η εξουσία είναι ένα πολύ περίεργο θέμα για τον καθένα. Όλοι μας με κάποιο τρόπο νιώθουμε την ανάγκη της εξουσίας, ακόμη κι από παιδιά. Απλώς όσο μεγαλώνουμε, η σχέση μας μ’ αυτή αμβλύνεται. Εγώ νιώθω ότι έχω ανάγκη περισσότερο από κάποιον να με διοικεί, αλλά μ’ έναν τρόπο που να μου επιτρέπει να κάνω εγώ κουμάντο στο δικό μου χώρο, πράγμα το οποίο στη χώρα αυτή δεν ισχύει τα τελευταία χρόνια.
Πειραματίζεσαι και ρισκάρεις στους ρόλους που επιλέγεις, όμως,έχεις ένα μεγάλο κοινό που αγαπάει το καλλιτεχνικό σου προφίλ. Πώς πετυχαίνεις αυτή τη μίξη underground και εμπορικού;
Έτυχε! Από τη στιγμή που κάνεις τηλεόραση, το εμπορικό στοιχείο είναι έντονο στην καριέρα σου. Στο θέατρο και τον κινηματογράφο, όμως, δεν ξεκινάω με γνώμονα αυτό, όπως και κανένας άνθρωπος που ασχολείται με την τέχνη. Σίγουρα θέλεις η δουλειά σου να έχει απήχηση στον κόσμο, γιατί η αποδοχή του κοινού θα αναδείξει ή όχι αν αυτό που κάνεις αξίζει πραγματικά. Εγώ δουλεύω το ίδιο σκληρά είτε κάνω κάτι εμπορικό είτε όχι.
Σε έχουμε δει να παίζεις κλασικούς ρόλους σε ‘πειραγμένες’ παραστάσεις, όπως στην περίπτωση του Κοβάλσκι πέρυσι. Σου αρέσει αυτή η εναλλακτική προσέγγιση σε σπουδαία κείμενα;
Στο Λεωφορείο ο Πόθος μου πρότεινε το ρόλο η Άντζελα Μπρούσκου και συνεργαστήκαμε τέλεια, γιατί μου άρεσε πολύ η προσέγγισή της. Δεν μου λέει κάτι ο όρος κλασικό-κλασικό. Ο Τένεσι Ουίλιαμς έγραφε το 1950, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια τα έργα του αλλάζουν όσο αυτό είναι εφικτό εικόνα και εμφάνιση, για να έρθουν πιο κοντά στους θεατές. Σίγουρα τα κείμενα των μεγάλων τραγικών, όπως είναι ο Τσέχοφ, ο Σέξπιρ, ο Ίψεν ή ο Μπέκετ, είναι γεμάτα από ποίηση και νοήματα. Έργα σαν και αυτά, και να μην τα δεις παιγμένα, πάντα έχουν ενδιαφέρον. Όταν, όμως, έχουμε να κάνουμε με το θέαμα, είναι σημαντικό να γίνεται ένα έργο σύγχρονο οπτικά, αλλά και αφηγηματικά.
Τι σου δίνει έμπνευση όταν επεξεργάζεσαι έναν ρόλο;
Το κείμενο, η ιστορία του έργου, οι χαρακτήρες του, αλλά και οι δημιουργοί και οι συνεργάτες μου.
Ας γυρίσουμε λίγο πίσω, στα 23, τότε που μπαίνεις στη Δραματική Σχολή και λίγα χρόνια αργότερα φεύγεις μαζί με τη γυναίκα σου για Νέα Υόρκη. Τι αναφορές σου έδωσε αυτό το ταξίδι;
Δούλεψα σαν ηθοποιός στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού, αλλά και σαν σερβιτόρος. Γενικά έκανα διάφορα εκεί. Το να ζεις μακριά από την πατρίδα σου σε κάνει να βρεις τον τρόπο να τα βγάλεις πέρα μόνος και αυτό έπαιξε τεράστιο ρόλο στη μετέπειτα ζωή μου. Επιπλέον, οι άνθρωποι που γνωρίζεις, οι κοινωνικές επαφές με σημαντικούς ανθρώπους του επαγγελματικού σου περιβάλλοντος γίνονται εύκολα σε μια πόλη σαν την Νέα Υόρκη. Είναι και οι εικόνες,η σιωπή… Δεν έχεις τους κολλητούς σου να τα πεις. Έχεις χρόνο να διαβάσεις, να σκεφτείς. Γενικά υποστηρίζω ο,τιδήποτε έχει ρίσκο, γιατί σίγουρα μόνο μπροστά μπορεί να σε πάει.
Επιστρέφοντας δουλεύεις συνεχόμενα και σήμερα συμπληρώνεις εφτά χρόνια στο χώρο, μέσα στα οποία σ’ έχουν επιλέξει σημαντικοί σκηνοθέτες. Νιώθεις γεμάτος με την πορεία σου;
Νιώθω τυχερός, γιατί συνεργάστηκα με όλους όσους ήθελα, εκτός από τον Λευτέρη τον Βογιατζή, που θα ήθελα κάποια στιγμή. Αυτό μου συνέβη, όμως, σε συνδυασμό με πολλή δουλειά. Πέρασα πολλά χρόνια κατά τα οποία δεν ήθελα να κάνω τηλεόραση. Είχα αφιερώσει το χρόνο μου σε πρόβες και παραστάσεις στο θέατρο.
Κουβαλάς τις ανασφάλειες της δουλειάς;
Πολύ συχνά. Το να ξεκινήσεις για την παράσταση όταν όλα είναι στραβά στη ζωή σου, όταν έχεις, για παράδειγμα, τσακωθεί, όταν έχει γενέθλια η κόρη σου και όλα αυτά πρέπει να τα κρύψεις, όλο αυτό μας κάνει εμάς τους ηθοποιούς λίγο περίεργους. Από την άλλη, όταν κάνεις μια δουλειά που τη χαίρεσαι, νιώθεις ότι παίρνεις πράγματα, είσαι
καλά με τους συνεργάτες σου και αυτό έχει ανταπόκριση στον κόσμο, τότε είσαι χαρούμενος και ισορροπημένος.
Φέτος πέντε κινηματογραφικές και δύο θεατρικές παραγωγές έχουν βρει στο πρόσωπό σου τον ιδανικό πρωταγωνιστή. Φοβάσαι μην κουραστείς και κυρίως μην κουράσεις; Συνεργάστηκα με ανθρώπους που τους γούσταρα πριν μπω στη Σχολή. Μου έκαναν
κάποιες προτάσεις κι εγώ έκανα τις επιλογές μου. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα συμβαίνουν όλα μαζί ή τίποτα. Είναι λίγο κουραστικό, δεν είναι ωραίο να πέφτουν πέντε ταινίες μαζί, ούτε για το θεατή ούτε και για σένα.
Μιλώντας για την Ελλάδα και τον κινηματογράφο της, θεωρείς πως όλο αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστική αναβίωση ή είναι απλώς μια αναλαμπή;
Ποτέ δεν ήμασταν μια σημαντική αγορά. Ακόμα και το 1950 που ήταν πολύ στα πάνω του ο κινηματογράφος, δεν ήταν πολλές οι ταινίες που βγήκαν προς τα έξω. Κάποιες έφτασαν στα Όσκαρ και στις Κάννες, αλλά λίγες. Είμαστε μια μικρή γωνιά του κόσμου, δεν είμαστε Δανία. Οι Δανοί το έχουν εξελίξει και το πουλάνε πολύ οργανωμένα. Εμείς δεν έχουμε βρει ακόμα την καλλιτεχνική μας ταυτότητα. Νιώθω πως το ελληνικό σινεμά δεν ρισκάρει. Είναι και η γλώσσα που μας περιορίζει. Οι Ισπανοί, πάλι, έχουν ολόκληρη τη Λατινική Αμερική να παρουσιάσουν τη δουλειά τους και όταν παράγεις πολλές ταινίες, τότε σίγουρα κάποιες θα είναι πολύ καλές και θα διακριθούν.
Τι σ’ ενδιαφέρει περισσότερο, το feedback που παίρνεις από το κοινό ή οι κριτικές;
Μ’ ενδιαφέρει κυρίως η διαδικασία, οι πρόβες, να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι. Να νιώθω ότι δίνω και μου δίνουν, ότι υπάρχει μια αληθινή
ανταλλαγή που είναι απαραίτητη. Από εκεί και πέρα είναι πολύ ωραίο να παίρνεις καλές κριτικές. Από την άλλη, δεν γίνεται ν’ αρέσεις σε όλους. Φυσικά το feedback από τους θεατές είναι πολύ σημαντικό, να κλείνουν τα φώτα και να ακούς ένα ζεστό
χειροκρότημα…
Μια ταινία, ένα βιβλίο, ένα τραγούδι και έναν πίνακα που αγαπάς πολύ;
Μου αρέσει πολύ “Ο γυμνός” του Μάικ Λι, ο αγαπημένος μου πίνακας είναι ο “Τhe actor” από την μπλε περίοδο του Πικάσο,το “Creep” των Radiohead, και σίγουρα το “Έγκλημα και Τιμωρία” ή “Ο παίχτης” του Ντοστογιέφσκι.
Ένα ειδυλλιακό σκηνικό ευτυχίας…
Ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα και να παίζω με την κόρη μου.
Βεατρίκη Θεοδωράτου
Φωτογραφίες: Χρόνης Σπανός