Μπαλσάμικο ακόμα και στο λογαριασμό
Από τότε που τα εστιατόρια αναβαθμίστηκαν και οι άνθρωποι αποφάσισαν ότι βαρέθηκαν τις ταβέρνες, αναπτύχθηκε ένα νέο στυλ εστιατορίων: το είδος που προσφέρει και πρωτότυπες συνταγές.
Για να δημιουργήσεις ένα εστιατόριο βασισμένο στη νέα αυτή τάση, χρειάζεσαι χρήματα. Γιατί ο πειραματισμός σε προσωπικό και συνταγές, θέλει επένδυση.
Όσοι εστιάτορες, όμως, θέλουν να καταχωρήσουν τον εαυτό τους στη νέα εποχή, αλλά δεν έχουν χρήματα να επενδύσουν σε πειραματισμό, εφεύραν ένα όπλο που τους φέρνει στο σήμερα χωρίς πολλά χρήματα ή πολλές προσπάθειες: το μπαλσάμικο.
Α, το μπαλσάμικο δεν είναι απλά ένα υλικό μαγειρικής, είναι η σφραγίδα του κάθε εστιατορίου, είναι στοιχείο «πολιτισμού» του μενού, εγγύηση μοντέρνας νοοτροπίας της επιχείρησης. Παράλληλα είναι μαγνήτης για όσους επιλέγουν το πιάτο από το μενού: «Α! έχει μπαλσάμικο! Θα είναι yammy!».
Γι’ αυτό και τα εστιατόρια το χρησιμοποιούν κατά κόρο. Ειδικά μερικά το βάζουν σε κάθε πιάτο.
Δεν υπάρχει σαλάτα που να μην έχει μπαλσάμικο. Ειδικά μερικές δεν τρώγονται από το πολύ ξίδι. Παράλληλα με τα λαχανικά, χρησιμοποιείται και σαν διακοσμητικό γύρω – γύρω από το πιάτο. Γύρω από την ήδη μουσκεμένη σαλάτα, γύρω από τα πρώτα, από τους μεζέδες, γύρω από το κυρίως πιάτο. Μόνο στο γλυκό δεν το σερβίρουν ακόμα.
Να φανταστώ ότι τα λεμόνια είναι ακριβά και δύσκολα συντηρούνται; Ενώ ένα μπαλσάμικο στο μπουκάλι κρατάει μήνες. Σοβαρή αιτία προτίμησης.
Δεν ξέρω τη διατροφική αξία του ξιδιού ή του μπαλσάμικου, αλλά προτιμώ το λεμόνι και το λαδολέμονο. Είναι δροσερό, φυσικό προϊόν, γεμάτο βιταμίνη C και σε αναζωογονεί. Το πιο φυσικό, καθαρό, θρεπτικό συμπλήρωμα σε υλικά υψηλής διατροφικής αξίας.
Πάνε χρόνια που τα εστιατόρια κατάργησαν το λαδολέμονο. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα οι ψαροταβέρνες και το απολαμβάνουμε με το κιλό (που λέει ο λόγος) ή στα μπριζολάδικα.
Αν τολμήσεις να πεις ότι δεν σου αρέσει το ξίδι (γιατί, κακό είναι;) σε κοιτάνε προσβεβλημένοι και σε διορθώνουν ακαριαία: «Μα αυτό δεν είναι ξίδι, είναι μπαλσάμικο!».
Είναι σαν να προσβάλλεις τη φήμη και την εικόνα τους, αν ξεστομίσεις τη λέξη «ξίδι». Δηλαδή, τι είναι το μπαλσάμικο; Σοκολάτα;
Πρόσφατα σ’ ένα τέτοιο εστιατόριο (δεν ξαναπήγα ποτέ, δεν άντεχα να βλέπω παντού αυτές τις διακοσμητικές τζιριτζάντζουλες με το μπαλσάμικο) λέω μέσα μου «φαντάσου να μας
διακοσμήσουν και το πιατάκι του λογαριασμού έτσι!».
Ευτυχώς, γλιτώσαμε από αυτή την πίεση.
Καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι εξαντλούν τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία τους σε αυτή τη λογική: κάνε ο,τιδήποτε, φτάνει να είναι από μπαλσάμικο. Ό,τι κι αν κάνετε, όμως, το μπιφτέκι είναι μπιφτέκι και ο κόκορας κρασάτος είναι φαγητό ταβέρνας. Δεν σε εξαγνίζει από το χαρακτηρισμό της «ταβέρνας» η χρήση ενός μόνου υλικού, έστω κι αν το βάζεις παντού.
Οφείλω να πω ότι η ακόμα πιο νέα τάση είναι να βάζουν λάδι τρούφας παντού. Μα παντού. Και φυσικά, η υπερηφάνεια που νιώθει ο σερβιτόρος, όταν αναγγέλλει το ριζότο ή το όποιο πιάτο έχει λάδι τρούφας είναι σαν να αναγγέλλει ότι το φαγητό περιλαμβάνει φύλλα χρυσού.
(Μιλώντας για φύλλα χρυσού, μου σέρβιραν στο Λονδίνο, σ’ ένα καλό εστιατόριο, ένα γλυκό για επιδόρπιο, πασπαλισμένο με χρυσό χρώμα από χρυσό σπρέι (!) και το άφησα όλο ανέγγιχτο).
Κατερίνα Τσεμπερλίδου