Moments of memories
Τι κρύβεται πίσω απο τη σκληρότητα ενός ενήλικα; Μήπως η νοσταλγία για την αγάπη και τη ζεστασιά των παιδικών του χρόνων;
Δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ όταν ήμουν μικρή βιαζόμουν να μεγαλώσω. Αγανακτούσα όταν μου έλεγαν πόσο μικρή ήμουν, πόσο άπειρη, πόσο αφελής.
Επαναστατούσα όταν μου έλεγαν τι να κάνω, πότε να φάω, πότε να κοιμηθώ, σε ποιον να μιλήσω… Για να μην αναφέρω την κλασική προτροπή των μαμάδων «δώσε το χεράκι στην κυρία» ή, όταν μας έφερναν δώρο, που τις περισσότερες φορές ήταν ρούχο, πριν προλάβεις να το πάρεις στα χέρια σου σε κοίταζε η μαμά με αυστηρό χαμόγελο και μέσα από τα δόντια σού έλεγε: «τι λέμε;» εννοώντας το ευχαριστώ . Ένα ‘ευχαριστώ’ που τις περισσότερες φορές δεν το εννοούσα, απλώς το έλεγα, για να δείξω τι καλούς τρόπους με είχε μάθει η μαμά μου.
Έτσι δε και πηγαίναμε σε κανένα σπίτι και μας έλεγαν να πάρουμε γλυκό ή σοκολατάκια, έπρεπε πρώτα να διασταυρώσουμε το βλέμμα μας με της μαμάς, για να πάρουμε αυτό που μας προσέφεραν.
Άλλες εποχές, άλλες συνήθειες. Λιγότερα παιχνίδια, λιγότερα γλυκά, πιο παραδοσιακές στιγμές για όλους.
Ακόμη, λοιπόν, κι αν η εποχή αυτή ήταν πολύ ασφυκτική για μένα, έχω αρχίσει να την αναπολώ και να την αναζητώ.
Όχι βέβαια για την αυστηρότητα και την καταπίεσή της, αλλά γιατί τώρα κατάλαβα τι σημαίνουν πραγματικά τα χρόνια της αθωότητας και η ανεμελιά σε όλο της το μεγαλείο.
Συνειδητοποίησα πόσο πολύ θα ήθελα να γυρίζω σ’ ένα σπίτι που όλα θα ήταν τακτοποιημένα, τα προβλήματα λυμένα και απλώς θα απολάμβανα τη φιλοξενία ενός σπιτιού.
Θα ήθελα να μπορούσα πάλι, όπως τότε που ήμουν μικρή, να επιστρέφω άρρωστη και το μόνο που κάνω είναι να το δηλώσω και να πέσω στο κρεβάτι μου… Και από εκεί και πέρα όλα να λειτουργούν ρολόι κι από μόνα τους. Η μαμά να φέρνει το θερμόμετρο, να στίβει πορτοκαλάδες και να μην τις στραγγίζει, για να εκνευρίζομαι, να φροντίζει για σούπες, φρυγανιές και όλα τα απαραίτητα για να γίνω καλά, όπως τότε που ήμουν μικρή. Εγώ απλώς να απολαμβάνω τις περιποιήσεις αντιδρώντας ταυτόχρονα σε ό,τι δεν μου αρέσει.
Θα ήθελα να γυρνούσα σπίτι και να μυρίζει το αγαπημένο μου φαγητό, χωρίς να έχω φροντίσει εγώ γι’ αυτό. Τελικά, όταν το κάνεις μόνος σου, δεν υπάρχει αγαπημένο φαγητό, δεν υπάρχει έκπληξη και βέβαια δεν μυρίζει το ίδιο.
Νοσταλγώ αυτή τη φροντίδα, ακόμη και αν με ήθελε να κοιμάμαι τα μεσημέρια ακόμη και αν με πίεζε να διαβάσω, ακόμα και αν μου έβαζε τα πουλόβερ που με «τσιμπάγανε», ακόμη και αν επέμενε να τρώω πρωινό που δεν το αντέχω, ακόμα και αν έπρεπε να τρώω μπαρμπούνια που δεν μου άρεσαν ποτέ.
Θα ήθελα να έχω τη φροντίδα και την ανεμελιά που μου πήραν μακριά τα σημερινά χρόνια, η συγκεκριμένη εποχή με τα οικονομικά και τα επαγγελματικά προβλήματα, τις φροντίδες της οικογένειας και την αδιαφορία των γύρω ανθρώπων.
Και επειδή τα χρόνια πίσω δεν γυρνούν, φροντίζω να οχυρώνομαι πίσω από τη σκληρότητα του ενήλικα προσπαθώντας να ξεπερνώ τη νοσταλγία μου.
Σκληρό, αλλά αναγκαίο. Είναι η τρυφερότητα που λείπει; Είναι η ζεστασιά; Είναι η φροντίδα; Ό,τι κι αν είναι, λείπει, και όταν κάτι σου λείπει, πονάει, αλλά σε κάνει να ψάχνεις περισσότερο, και πού θα πάει, θα το βρεις.
Χριστιάνα Π.Αγγελονίδη